- οιωνιστηριον
- οἰωνιστήριοντό предзнаменование, знамение, примета Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οιωνιστήριον — οἰωνιστήριον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου άκουγαν τις κραυγές και παρακολουθούσαν το πέταγμα τών πουλιών για να προβλέψουν τα μελλούμενα («ἦν δὲ Ῥωμύλῳ μὲν οἰωνιστήριον τὸ Παλλάντιον», Δίον. Αλ.) 2. προφητικό σημάδι, προμήνυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνίζομαι… … Dictionary of Greek
οἰωνιστήριον — place for watching the flight of birds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)